ρυσίκοσμος

ρυσίκοσμος
-ον, Μ
εκκλ. αυτός που φυλάγει, προστατεύει ή σώζει τον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι- τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + κόσμος (πρβλ. σωσί-κοσμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”